λεμφαδενίτιδα

λεμφαδενίτιδα
η
ιατρ. φλεγμονώδης διόγνωση τών λεμφογαγγλίων, κυρίως ως αντίδραση σε μια μικροβιακή εξεργασία στην περιοχή απαγωγής τής λέμφου ή στα προσαγωγά λεμφαγγεία τών λεμφογαγγλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lymphadenite. Η λ., στον λόγιο τ. λεμφαδενῖτις, μαρτυρείται από το 1854 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λεμφαδενίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή των λεμφικών αδένων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεσεντερική λεμφαδενίτιδα — Οξεία φλεγμονώδης νόσος, που θεωρείται ότι προκαλείται από ιό, κατά την οποία λεμφαδένες στο μεσεντέριο (μεμβράνη που περιβάλλει πολλά ενδοκοιλιακά όργανα) του πεπτικού συστήματος φλεγμαίνουν. Συνήθως προσβάλλει μικρά παιδιά και η συμπτωματολογία …   Dictionary of Greek

  • αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… …   Dictionary of Greek

  • λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… …   Dictionary of Greek

  • λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… …   Dictionary of Greek

  • λεμφοκοκκίωμα — Καλοήθης υπερπλαστική πάθηση του λεμφικού συστήματος. Το βουβωνικό λ. ή νόσος των Νικολά και Φαβρ είναι ένα αφροδίσιο νόσημα, που χαρακτηρίζεται από εξέλκωση του δέρματος και των βλεννογόνων στη γεννητική περιοχή, καθώς και από λεμφαδενίτιδα των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”