λεμφαδενίτιδα — η (ιατρ.), φλεγμονή των λεμφικών αδένων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεσεντερική λεμφαδενίτιδα — Οξεία φλεγμονώδης νόσος, που θεωρείται ότι προκαλείται από ιό, κατά την οποία λεμφαδένες στο μεσεντέριο (μεμβράνη που περιβάλλει πολλά ενδοκοιλιακά όργανα) του πεπτικού συστήματος φλεγμαίνουν. Συνήθως προσβάλλει μικρά παιδιά και η συμπτωματολογία … Dictionary of Greek
αδενίτιδα — Φλεγμονή των λεμφικών γαγγλίων. Η α. προέρχεται από φλεγμονή η οποία αρχίζει στην περιοχή των λεμφικών αγγείων που καταλήγουν στο γάγγλιο και, ανάλογα με την εντόπισή της, διακρίνεται σε τραχηλική, τραχειοβρογχική, μασχαλιαία, βουβωνική κλπ. Η… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek
λεμφ(ο)- — α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται η λ. λέμφος σε πολλούς ιατρικούς όρους οι οποίοι αναφέρονται στη λέμφο. Οι όροι αυτοί είναι αποδόσεις στην ελλ. ελληνογενών ξένων όρων, που εμφανίζουν ως α συνθετικό lymp(o) < λατ. lympha < αρχ. λατ.… … Dictionary of Greek
πανώλη — Οξεία λοιμώδης νόσος που προκαλείται από την παστερέλα της πανώλους (pasteurela pestiv), ένα κοκκοβακτηρίδιο το οποίο προκαλεί συνήθως επιζωοτίες σε μερικά είδη ποντικών· η νόσος μεταδίδεται στον άνθρωπο από τους ποντικούς όταν οι ψύλλοι, που… … Dictionary of Greek
λεμφοκοκκίωμα — Καλοήθης υπερπλαστική πάθηση του λεμφικού συστήματος. Το βουβωνικό λ. ή νόσος των Νικολά και Φαβρ είναι ένα αφροδίσιο νόσημα, που χαρακτηρίζεται από εξέλκωση του δέρματος και των βλεννογόνων στη γεννητική περιοχή, καθώς και από λεμφαδενίτιδα των… … Dictionary of Greek